- άπεπτος
- -η, -ο (AM ἄπεπτος, -ον)(για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτοςαρχ.1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός2. εκείνος που υποφέρει από δυσπεψία3. (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πέσσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.